- γεννοφάσκια
- τατα σπάργανα, οι φασκιές του βρέφους: Είναι γκρινιάρα από τα γεννοφάσκια της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γεννοφάσκια — τα 1. οι φασκιές, τα πρώτα σπάργανα τού βρέφους 2. φρ. «από τα γεννοφάσκια του» από πολύ μικρή ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέννα + φασκιά] … Dictionary of Greek
γέννα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 47 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Απέχει περίπου 31 χλμ. από το Ηράκλειο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Βαρβάρας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 38… … Dictionary of Greek